- (ομ)ματόφυλλα
- τα веки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματόφυλλο — το βλέφαρο, ματόκλαδο («τί θαρρείτε, έλεγεν ο Χαδούλης παίζοντας απάνω κάτω τα ματόφυλλά του», Καρκαβίτσας) … Dictionary of Greek
ομματόφυλλα — ὀμματόφυλλα, τὰ (Α) ματόφυλλα, βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + φύλλον] … Dictionary of Greek